σακ(κ)ολαίφη

σακ(κ)ολαίφη
η трапециевидный парус

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σακ(κ)ολαίφη" в других словарях:

  • σακολέβα — η / σαγολέβα, ΝΜ, και σακ(κ)ολαίφη Ν ναυτ. 1. ιστίο τραπεζοειδούς σχήματος μικρού πλοίου, αλλ. λοίπαδος 2. τύπος μικρού οξύπρυμνου πλοιαρίου που έχει παρόμοιο ιστίο 3. ο συστολέας τού επιδρόμου, κν. μεσουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγος «μάλλινο χοντρό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»